- ευτύχημα
- bonheur
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
εὐτύχημα — piece of good luck neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευτύχημα — το (ΑΜ εὐτύχημα) [ευτυχώ] ευτυχές γεγονός, καλοτυχία, καλή τύχη, ευτυχής σύμπτωση ή περίπτωση («είναι ευτύχημα που δεν τόν συνάντησα») … Dictionary of Greek
ευτύχημα — το, ατος το αποτέλεσμα του ευτυχώ, ευτυχές γεγονός, εξαιρετικά καλή περίπτωση: Είχε το ευτύχημα να απουσιάζει την ώρα εκείνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐτύχημ' — εὐτύχημα , εὐτύχημα piece of good luck neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτυχημάτων — εὐτύχημα piece of good luck neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτυχήμασι — εὐτύχημα piece of good luck neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτυχήμασιν — εὐτύχημα piece of good luck neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτυχήματα — εὐτύχημα piece of good luck neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτυχήματι — εὐτύχημα piece of good luck neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτυχήματος — εὐτύχημα piece of good luck neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτυχήματ' — εὐτυχήματα , εὐτύχημα piece of good luck neut nom/voc/acc pl εὐτυχήματι , εὐτύχημα piece of good luck neut dat sg εὐτυχήματε , εὐτύχημα piece of good luck neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)